- τελεσφορώ
- τελεσφορῶ, -έω, ΝΜΑ [τελεσφόρος]νεοελλ.(για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο»)μσν.-αρχ.1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος, διατηρώ το κύημα κανονικά ώς τον τοκετό («τελεσφορεῑν καὶ μὴ ἀποβάλλειν τὸ ἔμβρυον», Διοσκ.)2. μέσ. τελεσφοροῡμαι, -έομαι(για νεοσσούς) εκκολάπτομαι και φθάνω σε πλήρη ανάπτυξη («τῶν τελεσφορουμένων νεοττῶν», Γεωπ.)αρχ.1. (για δένδρο) φέρω, κρατώ τους καρπούς μου ώσπου να ωριμάσουν, ωριμάζω τους καρπούς μου («συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῡσι», ΚΔ)2. κάνω κάτι να φτάσει στην ακμή του, στην κορύφωση του («ἔαρ ἐς κορυφὴν τελεσφορεῑ [νοῡσον]», Αρετ. Χρον.)3. καταβάλλω φόρους4. μέσ. α) (για καρπό) ωριμάζωβ) ολοκληρώνομαι, φθάνω στην τελειότητα («τὰ συλλαμβανόμενα ὑπὸ τής τούτου ψυχῆς... πρὸς τὸν τῆς ὑστεροφημίας ὅλως μὴ τελεσφορούμενα χρόνον», λογγίν.).
Dictionary of Greek. 2013.